ροδακινέα

ροδακινέα
ροδακινιά η персиковое дерево, персик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ροδακινέα" в других словарях:

  • Ροδακινέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Νάουσας, του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάουσας …   Dictionary of Greek

  • ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»